- σπαρτάκειος
- -εία, -ον, Α [Σπάρτακος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σπάρτακο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σπαρτακείων — Σπαρτάκειος of Spartacus fem gen pl Σπαρτάκειος of Spartacus masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σπαρτάκειον — Σπαρτάκειος of Spartacus masc acc sg Σπαρτάκειος of Spartacus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σπαρτακείοις — Σπαρτάκειος of Spartacus masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)